αφοπλισμός — Στον όρο α. συμπεριλαμβάνονται τρεις, το λιγότερο, διαφορετικές έννοιες: η καταστροφή ή η μείωση των εξοπλισμών, που επιβάλλεται σε μία ηττημένη χώρα, ο α. καθορισμένων γεωγραφικών περιοχών που προβλέπεται από διμερείς συνθήκες· η μείωση ή ο… … Dictionary of Greek
αντιτορπιλικό — Ταχύτατο πολεμικό πλοίο, το οποίο υιοθέτησε κατά τα τέλη του 19ου αι. το πολεμικό ναυτικό των κυριότερων ναυτικών δυνάμεων για την προστασία των μεγαλύτερων πλοίων από την επίθεση με τορπίλες των τορπιλοβόλων. Μετά την εμφάνιση και την… … Dictionary of Greek
γομοδόκη — η μετάλλινο δοχείο με τη γόμωση ναρκών, τορπιλλών και βομβών. [ΕΤΥΜΟΛ. < γόμος + δόκη < δέχομαι] … Dictionary of Greek
δίαυλος — (I) ο (ΑΝ) 1. στενή δίοδος, στενωπός, στενό 2. στενό που συνδέει δύο θάλασσες, πορθμός, μπουγάζι «οὗ δὴ στενὸν δίαυλον ᾤκισται πέτρας δεινὴ Χάρυβδις» (Ευρ. Τρωάδ.) νεοελλ. ναυτ. ελεύθερος χώρος ανάμεσα σε πεδία ναρκών αρχ. 1. αγώνισμα δρόμου… … Dictionary of Greek
ευνή — η (Α εὐνή, επικ. γεν. εν. και πληθ. εὐνῆφι, εὐνῆφιν) νεοελλ. ναυτ. μικρή άγκυρα τών ναρκών από σκυροκονίαμα ή από χυτοσίδηρο αρχ. 1. ο τόπος όπου κοιμάται κάποιος, το κρεβάτι, η κλίνη («ἔβη εἰς εὐνήν», Ομ. Οδ.) 2. το στρώμα (α. «λέχος πόρσυνε καὶ … Dictionary of Greek
ναρκαλιεία — η [ναρκαλιεύω] η επιχείρηση περισυλλογής και εξουδετέρωσης ναρκών για την πλήρη εκκαθάριση θαλάσσιου ναρκοπεδίου ή για τη δημιουργία ενός διάπλου ασφαλείας προκειμένου να περάσουν μέσα από αυτόν χωρίς κίνδυνο τα πλοία … Dictionary of Greek
ναρκοβόλο — το ναυτ. πλοίο ειδικά κατασκευασμένο ή μετασκευασμένο που χρησιμοποιείται για την πόντιση ναρκών σε θαλάσσια περιοχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < νάρκη + βόλο (< βάλλω), πρβλ. μυδραλιο βόλο] … Dictionary of Greek
ναρκοθέτηση — η [ναρκοθετώ] 1. στρατ. τοποθέτηση στην ξηρά ή πόντιση στη θάλασσα ναρκών για ανατίναξη εχθρικών στόχων 2. μτφ. υπονόμευση ενέργειας ή προσπάθειας … Dictionary of Greek
ναρκοσυλλέκτης — ο στρατ. 1. ειδικά εκπαιδευμένος στρατιωτικός που ανακαλύπτει και εξουδετερώνει τις νάρκες 2. πολεμικό πλοίο ειδικά κατασκευασμένο ή μετασκευασμένο για την ανακάλυψη και εξουδετέρωση ναρκών … Dictionary of Greek
ναυτικό — Το σύνολο των πλοίων και των κάθε είδους πλωτών μέσων, των λιμανιών, των ναυτικών εγκαταστάσεων και των πληρωμάτων, με τα οποία αναπτύσσεται η ανθρώπινη δραστηριότητα στη θάλασσα. Διακρίνεται στο εμπορικό ν. ή εμπορική ναυτιλία, που ασχολείται με … Dictionary of Greek